ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΡΟΥ «Εις τα άπορα της Θείας Γραφής κατ’εκλογήν». Ερώτησις 47η: «Τίνας υιοὺς του Θεού κέκληκεν ο Μωϋσής;»
Πολλοί εκ των αιρέσεων κυρίως, νομίζουν πως ο Μωϋσής στη Γένεση λέγοντας «ιδόντες δε οι υιοί του Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων ότι καλαί εισιν, έλαβον εαυτοίς γυναίκας από πασών, ων εξελέξαντο» εννοεί ότι οι «υιού Θεού» ήταν Άγγελοι, οι οποίοι εμίγησαν με τις γυναίκες των ανθρώπων. Δεν θα σας απαντήσουμε εμείς για το αν ήταν η όχι, όπως δεν συνηθίζουμε άλλωστε, αφού σκοπός μας δεν είναι να σας ποδηγετήσουμε και να σας σερβίρουμε τις απόψεις μας.Θα δούμε όμως εδώ τι λέει επ’αυτού ο Θεοδώρητος Κύρου.
EΡΩΤ.ΜΖ: Τίνας υιούς του Θεού κέκληκεν ο Μωϋσής;
Εμβρόντητοί τινες και άγαν ηλίθιοι, αγγέλους τούτους υπέλαβον, της οικείας ίσως ακολασίας απολογίαν σχήσειν ηγούμενοι, ει των αγγέλων τοιαύτα κατηγοροίεν.Έδει δε αυτούς ακούσαι του Θεού των όλων λέγοντος «Ου μη καταμείνη το Πνεύμά μου εν τοις ανθρώποις τούτοις εις τον αιώνα, δια το είναι αυτούς σάρκας· έσονται δε αι ημέραι αυτών έτη εκατόν είκοσι» και συνιδείν εντεύθεν, ως ούτε σάρκας έχει των ασωμάτων η φύσις, ούτε χρόνω ρητώ περιωρισμένην έχουσι ζωήν· αθάνατοι γαρ εκτίσθησαν. Και τα εξής δε την αυτήν έχει διάνοιαν «Ιδών γαρ, φησί, Κύριος ο Θεός, ότι επληθύνθησαν αι κακίαι των ανθρώπων επί της γης, και πας τις διανοείται εν τη καρδία αυτού επιμελώς επί τα πονηρά πάσας τας ημέρας, και ενεθυμήθη ο Θεός, ότι εποίησε τον άνθρωπον επί της γης. Και είπεν ο Θεός, απαλείψω τον άνθρωπον ον εποίησα από προσώπου της γης, από ανθρώπου έως κτήνους, και από ερπετών έως πετεινών του ουρανού, ότι ενεθυπάθην ότι εποίησα αυτούς». Και τω Νώε πάλιν έφη «Καιρός παντός ανθρώπου ήκει εναντίον μου · ότι επλήσθη η γη αδικίας απ’αυτών· και ιδού καταφθείρω αυτούς, και την γην». Ταύτα δε πάντα ανθρώπους είναι δηλοί, τους τον παράνομον βίον ηγαπηκότας. Ει δε άγγελοι ταις των ανθρώπων επεμίγησαν θυγατράσιν, ηδίκηνται οι άνθρωποι παρά των αγγέλων· βία γαρ δηλονότι τας τούτων θυγατέρας διέφθειραν· ηδίκηνται δε και παρά του πεποιηκότος Θεού, υπέρ αγγέλων λελαγνευκότων αυτοί κολαζόμενοι. Αλλά ταύτα ουδέ αυτόν οίμαι φάναι τολμήσαι τον του ψεύδους πατέρα. Δια πολλών γαρ εδίδαξεν η θεία Γραφή, και ανθρώποις ημαρτηκέναι, και κατ’ανθρώπων την θείαν εξενηνέχθαι ψήφον. Ποιεί δε πολλοίς την άγνοιαν το παρέργως αναγινώσκειν την θείαν Γραφήν.Ειρηκώς γαρ ο συγγραφεύς, όπως εκ μεν του Αδάμ ο Σηθ εγεννήθη, εκ δε του Σηθ ο Ενώς, προσέθηκεν «Ούτος ήλπισεν επικαλείσθαι το όνομα Κυρίου του Θεού». Ο δε Ακύλας ούτως ηρμήνευσεν, «Τότε ήρχθη του καλείσθαι τω ονόματι Κυρίου» αινίττεται δε ο λόγος, ως δια την ευσέβειαν ούτος πρώτος της θείας προσηγορίας τετύχηκε, και υπό των συγγενών ωνομάσθη Θεός · όθεν οι εκ τούτου φύντες υιοί Θεού εχρημάτιζον · ώσπερ δη και ημείς εκ της του Δεσπότου Χριστού προσηγορίας Χριστιανοί καλούμεθα. Ει δε τις ταύτην ου δέχεται την διάνοιαν, δια το τον Ακυλαν ούτως ηρμηνευκέναι, ακουσάτω του θεού δια Δαβίδ του προφήτου λέγοντος «Εγώ είπα, Θεοί εστε, και υιοί Υψίστου πάντες». Και , «Ο Θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί». Ου τω δε ονομάζει τους άρχοντας, ως δηλοί τα εξής, «Έως πότε κρίνετε αδικίαν, και πρόσωπα αμαρτωλών λαμβάνετε; Κρίνετε ορφανώ και πτωχώ, ταπεινόν και πένητα δικαιώσατε», και τα εξής. Και αύθις, «Θεός θεών Κύριος ελάλησε, και εκάλεσε την γην». Τούτων αυτών δηλονότι των χάριτι της προσηγορίας ταύτης ηξιωμένων. Ούτω και ο νομοθέτης φησί, «Θεούς ου κακολογήσεις, και άρχοντας του λαού σου ουκ ερείς κακώς». Κακείνοι τοίνυν ως ευσεβείς ωνομάσθησαν υιοί του Θεού. Εκεχώριστο γαρ του Σηθ το γένος, και ουκ επεμίγνυτο τοις εκ του Κάϊν, δια την επενεχθείσαν αυτώ παρά του Θεού των όλων αράν. Αλλά χρόνου συχνού διελθόντος (μετά πλείονα γαρ η δισχίλια έτη τον κατακλυσμόν επήγαγεν ο Θεός), ευειδείς θεασάμενοι της του Κάϊν συγγενείας τας θυγατέρας, και καταθελχθέντες, ως ειρηκός, τοις παρ’αυτών επινοηθείσι μουσικοίς οργάνοις (ο γαρ Ιουβάλ εξ αυτών ανθήσας, ψαλτήριον και κιθάραν κατέδειξεν), επεμίγησαν αυταίς, και διέφθειραν την οικείαν ευγένειαν · και τα αυτά τοις Ισραηλίταις υπέμειναν, οι ταις των Μαδιανιτών θυγατράσι μιγέντες, και της εκείνων δυσσεβείας μετέσχον, και θεήλατον τιμωρίαν εδέξαντο. Περί τούτων και ο θείος έφη Δαβίδ, «Και εμίγησαν εν τοις έθνεσι, και έμαθον τα έργα αυτών, και εδούλευσαν τοις γλυπτοίς αυτών». Ούτως οι εκ του Σηθ το γένος καταγόμενοι, πάλαι μεν ως αρετής επιμελούμενοι υιοί Θεού εχρημάτιζον · υπό δε της ώρας των ανοσίων γυναικών δελεασθέντες, συνέχειαν μεν διακεκριμένα τα γένη · καρπόν δε κληρονομίας την πανωλεθρίαν εδέξαντο. Εκείνοι μέντοι επισημήνασθαι χρη, ως ουχ απλώς αυτών αμαρτίαν ο θείος λόγος κατηγορεί · αλλά την μετ’επιμελείας και σπουδής παρανομίαν. Τούτο γαρ δηλοί το, «Πας τις διανοείται εν τη καρδία αυτού επιμελώς επί τα πονηρά πάσας τας ημέρας». Οι μεν γαρ δυσχεραίνοντες της αμαρτίας την προσβολήν, ηττώμενοι δε δια την του νου ραθυμίαν τη πονηρία, ειθ’ύστερον αλγούντες και στένοντες, έχουσί τινα μετρίαν αμηγέπη παραίτησιν · οι δε εις ακολασίαν και πονηρίαν παντάπασιν αποκλίνοντες, και δούλον των παθών τον λογισμόν αποφαίνοντες, ώστε και προσεπινοείν ετέρας κακίας ιδέας, και τούτο ουχ άπαξ ή δις, αλλά παρά πάντα τον βίον, ποίας άξιοι συγγνώμης ; ποία δε κόλασις ου σμικρά τοις ούτω σφας αυτούς εκδεδωκόσιν εις όλεθρον ; PG 80,148A -152A.
EΡΩΤ.ΜΖ: Ποιούς ονομάζει ο Μωυσής υούς του Θεού;
Εμβρόντητοι ορισμένοι από υπερβολική μωρία, εξέλαβαν ότι ομιλεί για αγγέλους το χωρίο αυτό, θέλοντας ίσως να απολογηθούν για τη δική τους την ακολασία και ιδιοσυγκρασία – (κατάσταση ), κατηγορώντας τους αγγέλους ως τους πρωτοπόρους αυτού του κακού. Ανάγκη είναι για αυτούς, ακούγοντας του Θεού τη φωνή που είπε «Δεν θα παραμείνη το ζωοποιό Πνεύμα μου στους ανθρώπους για πάντα, γιατί είναι σαρκικοί ,και η ζωή τους θα διαρκεί 120 χρόνια» και βλέποντας από το χωρίο αυτό εδώ, πως ούτε σάρκα έχουν οι ασώματοι άγγελοι ούτε και περιορισμένο χρόνο ζωής έχουν, αφού εκτίσθησαν αθάνατοι.Αλλά και τα υπόλοιπα που ελέχθησαν αυτό το νόημα έχουν «Όταν ο Κύριος είδε πόσο είχε αυξηθεί η κακία των ανθρώπων στη γη και ότι όλες τους οι σκέψεις ήταν πάντα μόνο πονηρές μετάνιωσε που είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο στη γη και λυπήθηκε κατάκαρδα.Και είπε ο Θεός, θα εξαλείψω τον άνθρωπο που έφτιαξα από προσώπου της γης, κάθε άνθρωπο πάνω στη γη, ερπετό η ζώο, διότι μετάνιωσα που τους δημιούργησα».Και στον Νώε είπε «Για μένα έφτασε το τέλος των ανθρώπων, γιατί γέμισε η γη από τα εγκλήματά τους.Θα τους εξαφανίσω λοιπόν μαζί με τη γη». Όλα αυτά τα λεγόμενα από τον Θεό δηλώνουν ότι αυτοί που αποκαλούνται ως άγγελοι είναι άνθρωποι που αγάπησαν τον παράνομο βίο.Εάν ήταν άγγελοι αυτοί που εμίγησαν με τις θυγατέρες των ανθρώπων, τότε αδικούνται οι άνθρωποι ( από τους αγγέλους) επειδή με τη βία οι άγγελοι διέφθειραν τις θυγατέρες τους, αδικούνται όμως και από τον Θεό οι άνθρωποι αν είναι άγγελοι αυτοί που εμίγησαν με τις θυγατέρες των ανθρώπων επειδή κολάσθηκαν παραπάνω από τούς αγγέλους που ήταν φιλήδονοι.Αλλά όλα αυτά νομίζω πως ούτε ο πατέρας του ψεύδους δεν μπορεί να τα ισχυρισθεί αφού δια πολλών τρόπων μας δίδαξε η θεία Γραφή ότι και οι άνθρωποι αμαρτάνουν και σφάλλουν αλλά και κατ’ανθρώπων φέρεται η θεία ψήφος. Πολλοί εξάγουν ως συμπέρασμα, εσφαλμένα και από άγνοια, ότι οι μνημονευόμενοι υιοί του Θεού είναι άγγελοι, επειδή ως πάρεργο διαβάζουν τη θεία Γραφή.Είχε πει ο συγγραφέας ότι, όπως εκ του Αδάμ εγεννήθη ο Σηθ, και εκ του Σηθ ο Ενώς, προσθέτοντας πως ο Ενώς : «Ούτος ήλπισεν επικαλείσθαι το όνομα Κυρίου του Θεού». Ο Ακύλας αυτό το ερμήνευσε πως από τότε άρχισε να καλείται (ο Ενώς) με το όνομα του Θεού», υποδηλώνοντας δια του λόγου, ότι επειδή ήταν ευσεβής ο Ενώς γι’αυτό είναι ο πρώτος που της θείας προσηγορίας έτυχε, και εκ των συγγενών ονομάσθηκε «Θεός».Όλοι οι γεννηθέντες από τον Ενώς ονομάσθηκαν «υιοί Θεού», όπως ακριβώς και εμείς ονομαζόμαστε Χριστιανοί επειδή ο Δεσπότης μας προσαγορεύεται Χριστός. Αν κάποιος δεν δέχεται αυτή την ερμηνεία του Ακύλα, ας ακούσει τον Θεό που δια του Δαβίδ του προφήτου λέγει « Εγώ είπα, Θεοί εστε, και υιοί Υψίστου πάντες». Και : « Σηκώνεται ο Θεός μέσα στων θεών τη σύναξη, στο μέσο των θεών δικάζει». Έτσι και εδώ ονομάζει ως Θεούς τους άρχοντες, όπως δηλώνεται και από τα εξής « Ως πότε άδικα θα κρίνετε και θα χαρίζεστε στους ασεβείς. Δικαιοσύνη αποδώστε στον άμοιρο, στον ορφανό, δώστε το δίκιο του φτωχού και του άπορου», και τα εξής. Και αμέσως «Θεών θεών ο Κύριος, μίλησε και κάλεσε τη γη από την ανατολή του ηλίου ως τη δύση». Από εδώ φαίνεται πώς χάριτι Θεού καταξιώθηκαν λόγο της ευσέβειάς τους να λέγονται υιοί Θεού.Κατά τον ίδιο τρόπο ο νομοθέτης λέει «Τον Θεό δεν πρέπει να τον βλασφημείς ούτε κανέναν από τους θεούς (θεοί = άρχοντες) του λαού σου» ,αλλά και εκείνοι εδώ ως ευσεβείς ονομάσθηκαν υιοί Θεού.Χωρίσθηκε το γένος του Σηθ, και δεν αναμιγνύονταν με αυτούς που προήλθαν από τον Κάϊν, λόγω της κατάρας του Θεού προς τον Κάϊν.Αλλά αφού πέρασαν αρκετά χρόνια (μετά από πολλά χρόνια, ίσως δυό χιλιάδες χρόνια ο Θεός τον κατακλυσμό έκανε) οι προερχόμενοι από το γένος του Σηθ τις είδαν όμορφες τις γυναίκες που προέρχονταν από τη φυλή του Κάϊν, και γοητευμένοι και σαγηνευμένοι, όπως εγράφη, από τα μουσικά όργανα που είχαν (ο Ιουβάλ που προήλθε από τη γενεά του Κάϊν, το ψαλτήριο και την κιθάρα κατέδειξε), επεμίγησαν με αυτές, και οι απόγονοι του Σήθ έχασαν την οικεία ευγένειά τους, και έτσι αυτά (τα έργα των εθνικών) πέρασαν στους Ισραηλίτες από αυτούς που εμίγησαν με τις γυναίκες των Μαδιανιτών, και μετείχαν της δυσσεβείας τους, με αποτέλεσμα να δεχθούν την τιμωρία του Θεού. Για όλα αυτά ο Δαβίδ είπε « Αλλά με τους ειδωλολάτρες αναμείχθηκαν και μάθανε να ζουν καθώς εκείνοι. Λατρεία στα είδωλα τους πρόσφεραν που γίνανε γι’αυτούς παγίδα». Έτσι λοιπόν και αυτοί που καταγόντουσαν από το γένος του Σηθ, από παλαιόθεν ήταν επιμελείς ως προς την αρετή και γι’αυτό είχαν την προσωνυμία υιοί Θεού, αλλά από την ώρα που δελεάσθηκαν από τις ανόσιες αυτές γυναίκες, αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα επόμενα γένη να διακρίνονται μεταξύ τους και δέχθηκαν ως καρπό κληρονομίας την πανωλεθρεία. Εκείνοι, είναι ανάγκη να το επισημάνουμε εδώ, ότι ο θείος λόγος δέν τους κατηγορεί απλώς για την αμαρτία τους, αλλά για την παρανομία τους που έγινε με επιμέλεια και σπουδή.Αυτό ακριβώς δηλώνει η θεία Γραφή ««Πας τις διανοείται εν τη καρδία αυτού επιμελώς επί τα πονηρά πάσας τας ημέρας». Αυτοί που από δυσχέρεια – απαρέσκεια προσβάλλονται από την αμαρτία, και ηττημένοι λόγω της ραθυμίας του νου τους πέφτουν στην πονηριά, αλλά ύστερα από το άλγος και τον πόνο που επιφέρει η αμαρτία στενάζουν, αυτοί έχουν κάπως μια μέτρια πιθανότητα να παραιτηθούν και να μετανοήσουν. Αυτοί όμως που αποκλίνουν κατά πάντα στην πονηριά και στην ακολασία, αλλά και τον λογισμό τους δούλο των παθών τους τον κάνουν ώστε να επινοούν διάφορες ιδέες προερχόμενες από την κακία, και αυτό γίνεται όχι μια φορά ή δύο φορές αλλά σε όλη τη ζωή τους. Ποιάς συγγνώμης είναι άξιοι, και ποιά κόλαση όχι μικρή, αξίζει σε αυτούς που παρασύρουν κατ’αυτόν τον τρόπο τους άλλους στον όλεθρο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.